- ἀνενεργής
- ἀνενεργ-ής, ές,A inefficacious, Thphr.HP9.17.1, Dsc.2.111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανενεργής — ές (Α ἀνενεργής) 1. ο μη ενεργητικός, αδρανής 2. ο μη αποτελεσματικός … Dictionary of Greek
ἀνενεργῆ — ἀνενεργής inefficacious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνενεργής inefficacious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνενεργής inefficacious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενεργεῖς — ἀνενεργής inefficacious masc/fem acc pl ἀνενεργής inefficacious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ανένεργος — ἀνένεργος, ον (Α) ο ανενεργής* … Dictionary of Greek
ανενέργητος — η, ο (AM ἀνενέργητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως») 2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρων αρχ. μσν. 1. ο… … Dictionary of Greek